τσάμπουρο

τσάμπουρο
το
ο σκελετός σταφυλιού χωρίς ρώγες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσάμπουρο — και τσαμπούρι και τσαμπίρι, το, Ν [τσαμπί] 1. ο σκελετός τού βότρυος, το κοτσάνι τού τσαμπιού 2. φρ. «εσύ το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο» λέγεται σε κάποιον, όταν αυτός προσπαθεί να σφετεριστεί τα κέρδη κοινής επιχείρησης …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • βότρυχος — βότρυχος, ο (Α) 1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο 2. ο βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)] …   Dictionary of Greek

  • τσίγκανο — το, Ν τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

  • τσαμπίρι — το, Ν βλ. τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

  • τσαμπούρι — το, Ν βλ. τσάμπουρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”